- κτεις
- ο (AM κτείς, -ενός)θαλάσσιο οστρακόδερμο, το χτένι («ἂν δ' οἷον οἱ κτένες κρεῶδες ἔχωσι τὸ πρὸς τῷ μυκτῆρι», Αριστοτ.)αρχ.1. όργανο με το οποίο διευθετούνται, ευτρεπίζονται τα μαλλιά, χτένι2. εξάρτημα τού αργαλειού από το οποίο διέρχονται οι κλωστές τού στημονιού και με το οποίο χτυπιέται το υφάδι, το χτένι3. όργανο τών γναφέων με το οποίο ξαίνεται το μαλλί4. ξύλινο, οδοντωτό στο άκρο του, κηπουρικό εργαλείο με το οποίο ισοπεδώνεται το έδαφος ή καθαρίζεται από μικρές πέτρες ή ζιζάνια, η τσουγκράνα5. το κέρας τής λύρας6. το ανδρικό και το γυναικείο μόριο ή το εφήβαιο («κτεὶς γυναικεῑος, ὅν ἐστιν εὐφήμως και μυστικώς εἰπεῑν μόριον γυναικεῑον», Κλήμ. Αλ.)7. επίδεσμος8. στον πληθ. οἱ κτένεςα) τα δάχτυλα τού χεριού που μοιάζουν με δόντια χτενιούβ) τα τέσσερα μπροστινά δόντια, οι κοπτήρες, οι τομείςγ) τα πλευρά, τα παίδια9. επιγρ. πιθ. κοσμήματα με οδοντώσεις, τα οποία φορούσαν στα ενδύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κτείς ανάγεται σε αρχικό τ. ρίζας -*πκτ-εν (πρβλ. λατ. pecten, -inis «κτένα»), με σίγηση τού αρκτικού π-. Ο τ. *πκτ-εν- (< IE *pk-t-) είναι μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας *pek(t)- «μαδώ, τραβώ μαλλιά» με παρέκταση -εν-.ΠΑΡ. κτενάς, κτένι(-ον), κτενίζω, κτενωτόςαρχ.κτενώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κτενοειδής, κτενοποιός, κτενοπώληςμσν.κτενοθήκη. (Β' συνθετικό) αρχ. άκτενος, πεντέκτενος].
Dictionary of Greek. 2013.